- πλαγκτήρ
- -ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου) (με ενεργσημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο πλάνος2. (με παθ. σημ.) περιπλανώμενος, αλήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ- τού πλάζω* + επίθημα -τηρ/-τειρα (πρβλ. σφιγκ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.